λωβητής: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λωβητής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ.· <i>λωβητὴς τέχνης</i>, [[κάποιος]] που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λωβητής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ.· <i>λωβητὴς τέχνης</i>, [[κάποιος]] που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λωβητής:''' οῦ ὁ погубитель, подрыватель (τέχνης Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., λ. τέχνης
A one who disgraces his trade, Ar.Ra.93.
Greek (Liddell-Scott)
λωβητής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., λωβηταὶ τέχνης, οἱ ἀτιμάζοντες τὸ ἑαυτῶν ἐπάγγελμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 93.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui gâte, qui fait tort à.
Étymologie: λωβάομαι.
Greek Monolingual
λωβητής, ὁ (Α) λωβώμαι
λωβητήρ («λωβηταί τέχνης» — αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
λωβητής: -οῦ, ὁ, = το προηγ.· λωβητὴς τέχνης, κάποιος που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λωβητής: οῦ ὁ погубитель, подрыватель (τέχνης Arph.).