μάντευμα: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάντευμα:''' -ατος, τό, [[χρησμός]], σε Πίνδ., Τραγ.
|lsmtext='''μάντευμα:''' -ατος, τό, [[χρησμός]], σε Πίνδ., Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''μάντευμα:''' ατος τό предсказание, прорицание, оракул (μαντεύματα [[Πύθια]] Pind.; μ. θεοῦ Eur.; μ. [[θεήλατον]] Soph.; μ. πυθόχρηστον Aesch.).
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάντευμα Medium diacritics: μάντευμα Low diacritics: μάντευμα Capitals: ΜΑΝΤΕΥΜΑ
Transliteration A: mánteuma Transliteration B: manteuma Transliteration C: mantevma Beta Code: ma/nteuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A oracle, PI.P.4.73, S. OT992, E.Med.685, etc.: pl., Pi.P.8.60, Pae.7.1, Pl.Ep.311d, Supp.Epigr.3.400 (Delph.), etc.

German (Pape)

[Seite 93] τό, Orakel, Weissagung; Hes. frg. 39, 8; ἦλθέ οἱ κρυόεν μάντευμα, Pind. P. 4, 73, μαντευμάτων ἐφάψατο τέχναις, 8, 63, Πύθια, I. 6, 15; τοιοῖσδε Λοξίου πεισθεὶς μαντεύμασιν, Aesch. Prom. 672 u. öfter; θεήλατον, Soph. O. R. 992 u. sonst; θεοῦ, Eur. Med. 685 u. öfter; einzeln auch in sp. Prosa, Plat. Ep. II, 311 d; Paus.

Greek (Liddell-Scott)

μάντευμα: τό, ἀπόκρισις μαντείου, χρησμός, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 8, Πινδ. Π. 8. 86, καὶ Τραγ., ἐν τῷ πληθ.· ἀλλ’ ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Π. 4. 130, Σοφ. Ο. Τ. 992, Εὐρ. Μήδ. 685, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
réponse d’un oracle.
Étymologie: μαντεύω.

English (Slater)

μάντευμα (-α nom., -άτων, -ασι(ν).)
   1 oracle ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ (P. 4.73) ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. Ἀπόλλων) (P. 5.62) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν) (P. 8.60) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι, μαντεύμασι Πυθίοις (I. 7.15) μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον (Pae. 7.1)

Spanish

oráculo, respuesta de un dios

Greek Monolingual

και μάντεμα, το (AM μάντευμα) μαντεύω
η απάντηση του μαντείου, ο χρησμός, η προφητεία («τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.).

Greek Monotonic

μάντευμα: -ατος, τό, χρησμός, σε Πίνδ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

μάντευμα: ατος τό предсказание, прорицание, оракул (μαντεύματα Πύθια Pind.; μ. θεοῦ Eur.; μ. θεήλατον Soph.; μ. πυθόχρηστον Aesch.).