μεγαλόπολις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλόπολις:''' ποιητ. -πτολις, -ι, λέγεται για μεγάλες, ισχυρές πόλεις, αἱ μεγαλοπτόλιες [[Ἀθᾶναι]], η Αθήνα, αυτή η πανίσχυρη πόλη, σε Πίνδ.· ἁμεγαλόπολις [[Τροία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μεγᾰλόπολις:''' ποιητ. -πτολις, -ι, λέγεται για μεγάλες, ισχυρές πόλεις, αἱ μεγαλοπτόλιες [[Ἀθᾶναι]], η Αθήνα, αυτή η πανίσχυρη πόλη, σε Πίνδ.· ἁμεγαλόπολις [[Τροία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλόπολις:''' [[μεγαλόπτολις]], ιος, атт. εως adj. f (о городе) большая, обширная ([[Ἀθᾶναι]] Pind.; [[Τροία]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόπολις Medium diacritics: μεγαλόπολις Low diacritics: μεγαλόπολις Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: megalópolis Transliteration B: megalopolis Transliteration C: megalopolis Beta Code: megalo/polis

English (LSJ)

epith. of great cities,

   A αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι Pi.P.7.1; μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι ib.2.1; ἁ μ. Τροία E.Tr.1291 (lyr.); Ἀθθίς Pae.Delph.8; ἡ λαμπροτάτη μ. Ἀλεξάνδρεια PLips.45.13 (iv A. D.); also of the κόσμος, Ph.1.4, al.

German (Pape)

[Seite 107] eine große Stadt bildend; μεγαλοπόλιες Συράκοσαι, Pind. P. 2, 1; Eur. Troad. 1291 u. Sp. S. auch μεγαλόπτολις u. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπολις: ποιητ. -πτολις, ι, ἐπίθ. μεγάλων πόλεων, αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι, ἡ μεγάλη καὶ ἰσχυρὰ πόλις, Πινδ. Π. 7. 1· οὕτω, μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι αὐτόθι 2. 1· ἁ μ. Τροία Εὐρ. Τρῳ. 1291.

French (Bailly abrégé)

gén. ιος, att. εως;
adj. f.
qui est une grande ville.
Étymologie: μέγας, πόλις.

English (Slater)

μεγᾰλόπολις f. adj.,
   1 great city μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι (P. 2.1) αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι (P. 7.1)

Greek Monotonic

μεγᾰλόπολις: ποιητ. -πτολις, -ι, λέγεται για μεγάλες, ισχυρές πόλεις, αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι, η Αθήνα, αυτή η πανίσχυρη πόλη, σε Πίνδ.· ἁμεγαλόπολις Τροία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόπολις: μεγαλόπτολις, ιος, атт. εως adj. f (о городе) большая, обширная (Ἀθᾶναι Pind.; Τροία Eur.).