μακρόθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρόθεν:''' επίρρ., από [[μακριά]], σε Στράβ.· λέγεται για χρόνο, εδώ και [[πολύ]] καιρό, σε Πολύβ.
|lsmtext='''μακρόθεν:''' επίρρ., από [[μακριά]], σε Στράβ.· λέγεται για χρόνο, εδώ και [[πολύ]] καιρό, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρόθεν:''' adv. (тж. ἀπὸ μ. NT)<br /><b class="num">1)</b> издалека, издали NT;<br /><b class="num">2)</b> с давнего времени, издавна Polyb.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάκροθεν Medium diacritics: μακρόθεν Low diacritics: μακρόθεν Capitals: ΜΑΚΡΟΘΕΝ
Transliteration A: makróthen Transliteration B: makrothen Transliteration C: makrothen Beta Code: ma/kroqen

English (LSJ)

Adv.

   A from afar, Chrysipp.Stoic.3.199, LXX Jo. 9.15, PTeb.230 (ii B. C.), Str.3.3.4, etc.; ἀπὸ μ. Ev.Marc.5.6; of Time, from long since, Plb.1.65.7.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόθεν: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν κοινῶς: «ἀπὸ μακρυά», Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 137F, Στράβ. 153, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, ἀπὸ πολλοῦ καιροῦ, Πολύβ. 1. 65, 7. Πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 93.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de loin;
2 depuis longtemps.
Étymologie: μακρός, -θεν.

English (Strong)

adverb from μακρός; from a distance or afar: afar off, from far.

English (Thayer)

(μακρός), adverb, especially of later Greek (Polybius, others; cf. Lob. ad Phryn., p. 93); the Sept. for מֵרָחוק, רָחוק, etc.; from afar, afar: ἀπό prefixed (cf. Winer s Grammar, 422 (393); § 65,2; Buttmann, 70 (62)): T omits; WH brackets ἀπό); L T Tr WH in L T Tr marginal reading WH in T Tr WH in Alex.; 2Esdr. 3:13).

Greek Monolingual

(AM μακρόθεν)
επίρρ. από μεγάλη απόσταση, από μακριά
μσν.
1. σε μεγάλη απόσταση, μακριά
2. (με άρθρο ως επίθ.) απομακρυσμένος
3. ως ουσ. αυτός που δεν είναι συγγενής, ξένος
αρχ.
από πολύ καιρό, από παλιά («φυλάττεσθαι μακρόθεν ἐναργέστατ' ἄν ἐκ τῆς τότε περιστάσεως συνθεωρήσειε», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν].

Greek Monotonic

μακρόθεν: επίρρ., από μακριά, σε Στράβ.· λέγεται για χρόνο, εδώ και πολύ καιρό, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

μακρόθεν: adv. (тж. ἀπὸ μ. NT)
1) издалека, издали NT;
2) с давнего времени, издавна Polyb.