μελανονεκυοείμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελᾰνονεκυοείμων:''' -ον, γεν. -ονος ([[εἷμα]]), αυτός που είναι ντυμένος με μαύρα νεκρικά ενδύματα (σάβανα), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μελᾰνονεκυοείμων:''' -ον, γεν. -ονος ([[εἷμα]]), αυτός που είναι ντυμένος με μαύρα νεκρικά ενδύματα (σάβανα), σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελᾰνο-νεκυο-είμων, ονος, [[εἷμα]]<br />clad in [[black]] [[death]]-[[clothes]], Ar.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνονεκῠοείμων Medium diacritics: μελανονεκυοείμων Low diacritics: μελανονεκυοείμων Capitals: ΜΕΛΑΝΟΝΕΚΥΟΕΙΜΩΝ
Transliteration A: melanonekyoeímōn Transliteration B: melanonekyoeimōn Transliteration C: melanonekyoeimon Beta Code: melanonekuoei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A clad in black shroud, Com. word in Ar.Ra. 1336 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνονεκυοείμων: -ον, γεν. ονος, ὁ φορῶν μαῦρα νεκρικὰ ἱμάτια ἢ σάβανα, κωμ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1336.

Greek Monolingual

μελανονεκυοείμων, -ον (Α)
(κωμ. λ. του Αριστοφ.) αυτός που φορά μαύρα, πένθιμα ρούχα ή σάβανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + νεκυο- (< νέκυς, -υος, «πτώμα, νεκρός») + -είμων (< εἶμα «ένδυμα»)].

Greek Monotonic

μελᾰνονεκυοείμων: -ον, γεν. -ονος (εἷμα), αυτός που είναι ντυμένος με μαύρα νεκρικά ενδύματα (σάβανα), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μελᾰνο-νεκυο-είμων, ονος, εἷμα
clad in black death-clothes, Ar.