μεγαλοεργός: Difference between revisions
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγᾰλοεργός:''' συνηρ. -ουργός, -όν, = [[μεγαλοεργής]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''μεγᾰλοεργός:''' συνηρ. -ουργός, -όν, = [[μεγαλοεργής]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλοεργός:''' стяж. μεγᾰλουργός 2 Plut., Luc. = [[μεγαλοεργής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 31 December 2018
English (LSJ)
contr. μεγᾰλουργός, όν,
A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. μεγαλουργής.
Greek Monolingual
μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.
Greek Monotonic
μεγᾰλοεργός: συνηρ. -ουργός, -όν, = μεγαλοεργής, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοεργός: стяж. μεγᾰλουργός 2 Plut., Luc. = μεγαλοεργής.