μελισμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελισμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[μέλισμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μελισμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[μέλισμα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελισμάτιον:''' τό песенка Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., v.l. in AP11.168 (Antiphan.).
German (Pape)
[Seite 123] τό, dim. zum Vorigen, f. L. bei Antiphan. 4 (XI, 168).
Greek (Liddell-Scott)
μελισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλισμα, Ἀνθ. Π. 11. 168.
Greek Monolingual
μελισμάτιον, τὸ (Α) μέλισμα
υποκορ. του μέλισμα.
Greek Monotonic
μελισμάτιον: τό, υποκορ. του μέλισμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελισμάτιον: τό песенка Anth.