μηκασμός: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηκασμός:''' ὁ, [[βέλασμα]], Λατ. [[balatus]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''μηκασμός:''' ὁ, [[βέλασμα]], Λατ. [[balatus]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηκασμός:''' ὁ блеяние Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A bleating, τραγοῦ, αἰγῶν, Plu.Sull.27, Poll.5.87.
German (Pape)
[Seite 171] ὁ, das Meckern der Ziegen, Blöken der Schaafe, Plut. qu. Rom. 111 Sull. 27.
Greek (Liddell-Scott)
μηκασμός: ὁ, τὸ μηκᾶσθαι, Λατ. balatus, Πλουτ. Σύλλ. 27, Πολυδ. Ε΄, 87.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bêlement.
Étymologie: μηκάζω.
Greek Monolingual
ο (Α μηκασμός) μηκάζω
η φωνή τών προβάτων και τών αιγών, το βέλασμα («τράγου μηκασμῷ φωνὴν ἀφέντος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
μηκασμός: ὁ, βέλασμα, Λατ. balatus, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μηκασμός: ὁ блеяние Plut.