μηκάζω

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκάζω Medium diacritics: μηκάζω Low diacritics: μηκάζω Capitals: ΜΗΚΑΖΩ
Transliteration A: mēkázō Transliteration B: mēkazō Transliteration C: mikazo Beta Code: mhka/zw

English (LSJ)

= μηκάομαι (bleat, scream, shriek), Nic. Al. 214.

German (Pape)

[Seite 171] = Folgdm, Nic. Al. 204.

Greek (Liddell-Scott)

μηκάζω: μηκάομαι, Νικ. Ἀλεξιφ. 214, Συνέσ. 285D.

Greek Monolingual

μηκάζω (Α)
1. (για πρόβατα και αίγες) μηκώμαι, βληχώμαι, βελάζω
2. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά, επίμονα, σκούζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηκῶμαι].