μηλοτρόφος: Difference between revisions
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηλοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει πρόβατα, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''μηλοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει πρόβατα, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηλοτρόφος:''' питающий овец ([[Λιβύη]] Her.; [[Ἀσίς]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sheep-feeding, Ἀσίη Archil.26; Ἀσίς A.Pers.763; Ἀρκαδία B.10.95; Λιβύη Orac. ap. Hdt.4.155.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe nährend; Ἀσία, Archil. frg. 89; Aesch. Pers. 749; sp. D., wie Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πρόβατα, Ἀσίη Ἀρχίλ. 22· Λιβύη χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 155· Ἀσὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 763· κατ’ Ἀρκαδίαν μηλοτρόφον Βακχυλ. Χ, 95, Blass· ποιμὴν Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des brebis ou des troupeaux.
Étymologie: μῆλον¹, τρέφω.
Greek Monolingual
μηλοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -τρόφος (< τρέφω)].
Greek Monotonic
μηλοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει πρόβατα, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ.