μικρότης: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑκρότης:''' ή σμικρ-, ἡ, η [[ιδιότητα]] του μικρού, του λίγου, [[φειδώ]], ασημαντότητα, σε Αριστ.
|lsmtext='''μῑκρότης:''' ή σμικρ-, ἡ, η [[ιδιότητα]] του μικρού, του λίγου, [[φειδώ]], ασημαντότητα, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρότης:''' и σμῑκρότης, ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> незначительные размеры (διὰ σμικρότητα [[ἀόρατος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> слабость (φωνῆς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> незначительность, маловажность (τῶν πραγμάτων Arst.).
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρότης Medium diacritics: μικρότης Low diacritics: μικρότης Capitals: ΜΙΚΡΟΤΗΣ
Transliteration A: mikrótēs Transliteration B: mikrotēs Transliteration C: mikrotis Beta Code: mikro/ths

English (LSJ)

or σμικρ- (v. μικρός), ητος, ἡ,

   A smallness. first in Anaxag.1, cf. Arist.Metaph.1056b29; διὰ σμικρότητα ἀόρατα Pl.Ti.43a, cf. Isoc. 4.27; of voice, Arist.de An.422b30; ἀνέμων Thphr.Vent.1: pl., μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e.    2 meanness, pettiness, of rank, Isoc.4.93, Arist.Pol.1302b4; of matters, Id.Rh.1393a9; of language, triviality, Longin.43.1.

German (Pape)

[Seite 185] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ μέγεθος, Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. σμικρότης.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρότης: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ μικρός, πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ πόλεων, πλήν εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
petitesse ; fig. petitesse ou médiocrité du rang, de la condition.
Étymologie: μικρός.

Greek Monotonic

μῑκρότης: ή σμικρ-, ἡ, η ιδιότητα του μικρού, του λίγου, φειδώ, ασημαντότητα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρότης: и σμῑκρότης, ητος ἡ
1) незначительные размеры (διὰ σμικρότητα ἀόρατος Plat.);
2) слабость (φωνῆς Arst.);
3) незначительность, маловажность (τῶν πραγμάτων Arst.).