ναυτιάω: Difference between revisions
τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναυτιάω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[αισθάνομαι]] [[αναγούλα]], [[υποφέρω]] από τη [[ζαλάδα]] του θαλασσινού ταξιδιού ή από [[ναυτία]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''ναυτιάω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[αισθάνομαι]] [[αναγούλα]], [[υποφέρω]] από τη [[ζαλάδα]] του θαλασσινού ταξιδιού ή από [[ναυτία]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναυτιάω:''' (только praes., impf. и aor.) страдать припадком морской болезни, испытывать приступы тошноты Arph., Plat., Arst., Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
mostly in pres. and impf. (aor., Luc.Tox.19, Gal.16.665, Phryn.172: fut., Aristo Stoic.1.89):—
A suffer from seasickness or nausea, Ar.Th.882, Pl.Tht.191a, Lg.639b, Arist. Pr.868a6, D.Fr.30, Plu.Per.33; ταῦτα δ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν Com.Adesp.637; ἐναυτίων Luc.Nec.4. 2 generally, to be disgusted, Demetr.Eloc.15, Phryn.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ναυτιάω: μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πάσχω ἐκ ναυτίας, «ἀναγούλας», Ἀριστοφ. Θεσμ. 882, Πλάτ. Θεαίτ. 191Α, Νόμ. 639Β· ἐναυτίων Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) καθόλου, βδελύττομαι, ἀποστρέφομαί τι, Δημήτρ. Φαληρ. 15. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τομάω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés., impf. et ao.
avoir le mal de mer ; avoir des nausées.
Étymologie: ναυτία.
Greek Monotonic
ναυτιάω: μόνο στον ενεστ. και παρατ., αισθάνομαι αναγούλα, υποφέρω από τη ζαλάδα του θαλασσινού ταξιδιού ή από ναυτία, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ναυτιάω: (только praes., impf. и aor.) страдать припадком морской болезни, испытывать приступы тошноты Arph., Plat., Arst., Plut., Luc.