νεόδρομος: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που [[μόλις]] έφυγε, σε Βάβρ. | |lsmtext='''νεόδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που [[μόλις]] έφυγε, σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόδρομος:''' только что проделанный, недавний ([[θήρη]] Babr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A just having run, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, i.e. νεοθήρευτον λαβών, Babr.106.15.
German (Pape)
[Seite 241] θήρη, Bahr. 106, 15, jüngst gelaufen.
Greek (Liddell-Scott)
νεόδρομος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ δραμών, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, ὅ ἐστι νεοθήρευτον λαβών, Βαβρ. 106. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on a couru récemment : νεόδρομος θήρη BABR chasse récemment courue, toute récente.
Étymologie: νέος, δραμεῖν.
Greek Monolingual
νεόδρομος, -ον (Α)
αυτός που πρόσφατα έφυγε τρεχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + δρόμος (πρβλ. ιππό-δρομος)].
Greek Monotonic
νεόδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που μόλις έφυγε, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
νεόδρομος: только что проделанный, недавний (θήρη Babr.).