νυκτίφοιτος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτίφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''νυκτίφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτίφοιτος:''' (τῐ) приходящий ночью, ночной (φάσματα Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A night-roaming, v.l. for foreg. in A.Pr.657 ; ν. δείματα Lyc. 225 (perh. to be read in A.) ; θεός, of Artemis, Ant.Lib.15.2.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίφοιτος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιφερόμενος, ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. τοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 657, ἔνθα τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει νυκτίφαντ’ ὀνείρατα˙ ἀλλ’ ἐπειδὴ ὀλίγον ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ὀνείρασι, ὁ Nauck νομίζει ὅτι ὁ Αἰσχύλ. ἔγραψε νυκτίφοιτα δείματα, - ἡ φράσις αὕτη ἀπαντᾷ ἐν Λυκόφρ. 225˙ πρβλ. καὶ νυκτίπλαγκτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient la nuit.
Étymologie: νύξ, φοιτάω.
Greek Monolingual
νυκτίφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιφέρεται τη νύχτα
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ορεί-φοιτος).
Greek Monotonic
νυκτίφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίφοιτος: (τῐ) приходящий ночью, ночной (φάσματα Aesch.).