μόγις: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μόγῐς:''' ([[μόγος]]), επίρρ., με μόχθο και κόπο, δηλ. δύσκολα, [[σχεδόν]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. του μετα-ομηρ. [[μόλις]].
|lsmtext='''μόγῐς:''' ([[μόγος]]), επίρρ., με μόχθο και κόπο, δηλ. δύσκολα, [[σχεδόν]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. του μετα-ομηρ. [[μόλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''μόγῐς:''' атт. тж. [[μόλις|μόλῐς]] (редко ῑ) adv. с трудом, едва: μ. δέ [[μευ]] ἔκφυγεν ὁρμήν Hom. (Гектор) едва ускользнул от моего нападения; [[πάνυ]] μ. Plat. с большим усилием или крайне неохотно; μ. πως Plat. с некоторым усилием.
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόγῐς Medium diacritics: μόγις Low diacritics: μόγις Capitals: ΜΟΓΙΣ
Transliteration A: mógis Transliteration B: mogis Transliteration C: mogis Beta Code: mo/gis

English (LSJ)

Aeol. μύγις Jo.Gramm.Comp.3.10: Adv., (μόγος)

   A with toil and pain, i. e. hardly, scarcely, Il.9.355, Od.3.119, Hdt.1.116, Ev.Luc.9.39, etc.; μ. ἀνεκτοί Lys.22.10; μ. παρειποῦσ' A.Pr.131 (lyr.); μ. πολλῷ πόνῳ Id.Pers.509; τὸν μ. Ἀττικόν Pl.Com.31; πάνυ μ. Pl. Prt.360d; μ. πως Id.Chrm.155e; μ. καὶ κατ' ὀλίγον Charito 1.8; βίᾳ καὶ μ. Pl.Phd.108b.—Cf. the post-Hom. μόλις: μόλις is rare in Att. Prose, exc. in Pl., where it is commoner than μόλις; both forms in codd. of Th. [ῑ metri gr., Il.22.412.]

German (Pape)

[Seite 196] mit Anstrengung, mit Mühe, kaum; μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν, Il. 9, 355; μόγις δ' ἐσαγείρατο θυμόν, 21, 417; μόγις δ' ἐτέλεσσε Κρονίων, Od. 3, 119; Aesch. Prom. 131 Pers. 501; Eur. κατεῖπ' ἀναγκασθεὶς μόγις, Ion 1215; Ar. Lys. 328; Her. 1, 116; bei Thuc. 1, 11 u. sonst schwankt die Lesart; βίᾳ καὶ μόγις οἴχεται ἀγομένη, Plat. Theaet. 160 e; ξυνέφη μόγις, Rep. I, 346 c; Euthyd. 282 d haben alle mss. μόλις διὰ μακρῶν λεγόμενον, wie Ax. 368 b u. Sp., z. B. Pol. 30, 2, 4. – [Ι ist Il. 22, 412 in der Vershebung lang gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

μόγῐς: Ἐπίρρ., (μόγος) μετὰ κόπου καὶ πόνου, δηλ. μόλις, μετὰ δυσκολίας, Ἰλ. Ι. 355, Ὀδ. Γ. 119, κτλ., Ἡρόδ. 1. 116, Λυσ. 166. 10· μόγις παρειποῦσ’ Αἰσχύλ. Πρ. 131, πρβλ. Πέρσ. 509· τὸν μαινόμενον, τὸν Κρῆτα, τὸν μόγις Ἀττικὸν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 6· μηθενὸς δεῖσθαι ἢ μ., ἢ μόλις τινός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 26· πάνυ μ. Πλάτ. Πρωτ. 360D· μ. πως ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 155Ε· - συχνάκις συνάπτεται μετὰ παρομοίου ἐπιρρήματος, μόγις καὶ βραδέως, μόγις καὶ κατ’ ὀλίγον, κτλ., «μόλις καὶ μετὰ βίας», Duker εἰς Θουκ. 7. 40, Dorv. εἰς Χαρίτ. σ. 345· βίᾳ καὶ μ. Πλάτ. Φαίδων 108Β. - Πρβλ. τὸ μεθ’ Ὅμ. μόλις, καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165. [ῑ ἐν ἄρσει, Ἰλ. Χ. 412].

French (Bailly abrégé)

adv.
avec peine.
Étymologie: μόγος.

English (Strong)

adverb from a primary mogos (toil); with difficulty: hardly.

English (Thayer)

(μόγος toil), from Homer down, hardly, with difficulty: WH Tr marginal reading μόλις, which see). (3 Maccabees 7:6.)

Greek Monolingual

μόγις και αιολ. τ. μύγις (Α)
επίρρ. μόλις και μετά βίας, δύσκολα («μόγις δὲ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + επιρρμ. κατάλ. -ις (πρβλ. μέχρι(ς), χωρίς, μόλις)].

Greek Monotonic

μόγῐς: (μόγος), επίρρ., με μόχθο και κόπο, δηλ. δύσκολα, σχεδόν, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. του μετα-ομηρ. μόλις.

Russian (Dvoretsky)

μόγῐς: атт. тж. μόλῐς (редко ῑ) adv. с трудом, едва: μ. δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν Hom. (Гектор) едва ускользнул от моего нападения; πάνυ μ. Plat. с большим усилием или крайне неохотно; μ. πως Plat. с некоторым усилием.