νυκτιλάλος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτῐλάλος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη [[νύχτα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''νυκτῐλάλος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη [[νύχτα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτῐλάλος:''' (ᾰ) лепечущий в ночную пору ([[κιθάρη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne la nuit.
Étymologie: νύξ, λαλέω.
Greek Monolingual
-ο (Α νυκτιλάλος, -ον)
αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].
Greek Monotonic
νυκτῐλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη νύχτα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτῐλάλος: (ᾰ) лепечущий в ночную пору (κιθάρη Anth.).