ξένη: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξένη:''' ἡ, θηλ. του [[ξένος]]·<br /><b class="num">1.</b> (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] φιλοξενούμενη, [[ξένη]], αλλοδαπή [[γυναίκα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. <i>γῆ</i>), [[ξένη]] [[χώρα]], σε Σοφ., Ξεν.
|lsmtext='''ξένη:''' ἡ, θηλ. του [[ξένος]]·<br /><b class="num">1.</b> (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] φιλοξενούμενη, [[ξένη]], αλλοδαπή [[γυναίκα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. <i>γῆ</i>), [[ξένη]] [[χώρα]], σε Σοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ξένη:''' ἡ<b class="num">1)</b> (sc. [[γυνή]]) чужеземка, иностранка Aesch., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. γῆ) чужой край, чужбина Xen., Soph.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξένη Medium diacritics: ξένη Low diacritics: ξένη Capitals: ΞΕΝΗ
Transliteration A: xénē Transliteration B: xenē Transliteration C: kseni Beta Code: ce/nh

English (LSJ)

ἡ, fem. of ξένος :    1 (sc. γυνή) foreign woman, A.Ag.950, etc.    2 (sc. γῆ) foreign country, ἐν ξένᾳ S.Ph.135(lyr.); ἐπὶ ξένης X.Lac.14.4 ; ἐπὶ ξ. καταβιοῦν Phld.Rh.2.146S., cf. Plu.2.576c, etc.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, fem. zu ξένος, 1) sc. γυνή, die Fremde, die Gastfreundinn; H. h. Cer. 249; ξείνας, Pind. P. 4, 233; Aesch. Ag. 924 u. sonst. – 2) sc. ἡ χώρα, die Fremde, fremdes Land; Soph. Phil. 135; Eur. Andr. 136; Philostr. u. a. Sp.; ἐπὶ ξείνης, in der Fremde, Paul. Sil. 82 (XII, 560). – Auch = ξενία, gastliche Aufnahme, Gastlichkeit, wo man τράπεζα ergänzt.

Greek (Liddell-Scott)

ξένη: ἡ, θηλ. τοῦ ξένος· 1) (ἐξυπακ. τοῦ γυνή), ξένη γυνή, ἐκ ξένης χώρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 950 κλπ. 2) ἐξυπακουομ. τοῦ γῆ), ξένη χώρα, ἐν ξένᾳ Σοφ. Φιλ. 135· ἐπὶ ξένης Ξεν. Λακ. 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 576C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
v. ξένος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξένη, Α δωρ. τ. ξένα, ιων. τ. ξείνη) βλ. ξένος.

Greek Monotonic

ξένη: ἡ, θηλ. του ξένος·
1. (ενν. γυνή), γυναίκα φιλοξενούμενη, ξένη, αλλοδαπή γυναίκα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. (ενν. γῆ), ξένη χώρα, σε Σοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ξένη:1) (sc. γυνή) чужеземка, иностранка Aesch., Plat.;
2) (sc. γῆ) чужой край, чужбина Xen., Soph.