νεοχάρακτος: Difference between revisions
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεοχάρακτος:''' -ον ([[χαράσσω]]), αυτός που έχει χαρακτεί πρόσφατα, σε Σοφ. | |lsmtext='''νεοχάρακτος:''' -ον ([[χαράσσω]]), αυτός που έχει χαρακτεί πρόσφατα, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεοχάρακτος:''' (χᾰ) недавно напечатленный, т. е. свежий (ἴχνη Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
[χᾰ], ον,
A newly imprinted, ἴχνος S.Aj.6.
German (Pape)
[Seite 246] neu, eben erst eingegraben, eingeprägt, eingedrückt, ἴχνος, Soph. Ai. 6.
Greek (Liddell-Scott)
νεοχάρακτος: -ον, ὁ νεωστὶ χαραχθείς, ἴχνος Σοφ. Αἴ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement empreint.
Étymologie: νέος, χαράσσω.
Greek Monolingual
νεοχάρακτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που μόλις χαράχθηκε («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ'», Σοφ.).
Greek Monotonic
νεοχάρακτος: -ον (χαράσσω), αυτός που έχει χαρακτεί πρόσφατα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νεοχάρακτος: (χᾰ) недавно напечатленный, т. е. свежий (ἴχνη Soph.).