ὀρθρίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρθρίδιος:''' [ῐ], -α, -ον, ποιητ. αντί [[ὄρθριος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀρθρίδιος:''' [ῐ], -α, -ον, ποιητ. αντί [[ὄρθριος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθρίδιος:''' (ρῐ) Anth. = [[ὄρθριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ρῐ], η, ον, poet. for ὄρθριος, AP5.2 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 377] poet. = ὄρθριος, τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ οὕτως ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄρθριος, Ἀνθ. Π. 5. 3.
Greek Monolingual
ὀρθρίδιος, -ίη, -ον (Α)
όρθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρθρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αιφν-ίδιος, παυρ-ίδιος)].
Greek Monotonic
ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. αντί ὄρθριος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθρίδιος: (ρῐ) Anth. = ὄρθριος.