ὀξυθυμέω: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξῠθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θυμώνω]] εύκολα ή οργίζομαι [[ξαφνικά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., προκαλούμαι, εξερεθίζομαι, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀξῠθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θυμώνω]] εύκολα ή οργίζομαι [[ξαφνικά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., προκαλούμαι, εξερεθίζομαι, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξῠθῡμέω:''' раздражаться, приходить в ярость Eur.: ὀξυθυμηθείς τινι Arph. разгневавшись на кого-л.
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠθῡμέω Medium diacritics: ὀξυθυμέω Low diacritics: οξυθυμέω Capitals: ΟΞΥΘΥΜΕΩ
Transliteration A: oxythyméō Transliteration B: oxythymeō Transliteration C: oksythymeo Beta Code: o)cuqume/w

English (LSJ)

   A to be quick to anger, E.Andr.689.    II Pass., to be provoked, ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ar.V.501, cf. Th.466 ; to be irritable, Gal.15.598.

German (Pape)

[Seite 352] jähzornig sein, schnell hitzig, zornig werden, Eur. Andr. 690; u. so auch als dep. pass., ὀξυθυμηθεῖσά μοι, Ar. Vesp. 501, wie Thesm. 466, u. in sp. Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠθῡμέω: εἶμαι ὀξύθυμος, ταχέως ὀργίζομαι, Εὐρ. Ἀνδρ. 689 II. ὡς παθ., παροργίζομαι, ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ἀριστοφ. Σφ. 501, πρβλ. Θεσμ. 466.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être vif, irascible.
Étymologie: ὀξύθυμος.

Greek Monotonic

ὀξῠθῡμέω: μέλ. -ήσω,
I. θυμώνω εύκολα ή οργίζομαι ξαφνικά, σε Ευρ.
II. Παθ., προκαλούμαι, εξερεθίζομαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠθῡμέω: раздражаться, приходить в ярость Eur.: ὀξυθυμηθείς τινι Arph. разгневавшись на кого-л.