ὀνομακλυτός: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομακλῠτός:''' -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀνομακλῠτός:''' -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομᾰκλῠτός:''' или [[ὀνομάκλυτος]] 2 со славным именем, знаменитый ([[γέρων]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 349] mit berühmtem Namen, berühmt; Il. 22, 51; Ibyc. 12, nach Emend.; Pind. frg. 279; in ion. Form οὐνομακλυτός, Simonds de mul. 87.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομακλῠτός: -όν, ὁ ἔχων ἔνδοξον ὄνομα, Ἰλ. Χ. 51 (ἔνθα ὁ Heyne διῃρημένως: ὄνομα κλυτός), Ἴβυκ. 9, Πινδ. Ἀποσπ. 279. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ δοξάζων, δόξαν παρέχων, Σιμμ. ἐν Brunck’s Anal. 2, σ. 525.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
au nom célèbre.
Étymologie: ὄνομα, κλυτός.

Greek Monolingual

ὀνομάκλυτος, -ον, θηλ. και -α (Α)
(ποιητ. τ.)
1. περιώνυμος, ξακουστός
2. αυτός που παρέχει δόξα σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα + κλυτός (< κλύω «ακούω, προσέχω»)].

Greek Monotonic

ὀνομακλῠτός: -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰκλῠτός: или ὀνομάκλυτος 2 со славным именем, знаменитый (γέρων Hom.).