παυσίνοσος: Difference between revisions
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παυσίνοσος:''' -ον, αυτός που παύει τη νόσο, σε Ανθ. | |lsmtext='''παυσίνοσος:''' -ον, αυτός που παύει τη νόσο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παυσίνοσος:''' (ῐ) прекращающий болезнь ([[ἄκεσις]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A curing sickness, ib.3.900.
German (Pape)
[Seite 538] Krankheit stillend oder heilend, ἄκεσις, Ep. ad. (App. 234).
Greek (Liddell-Scott)
παυσίνοσος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν νόσον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 234.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui guérit la maladie.
Étymologie: παύω, νόσος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που θεραπεύει νόσο, θεραπευτικός («τὸν εὑράμενον παυσινόσους ἀκέσεις», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + νόσος.
Greek Monotonic
παυσίνοσος: -ον, αυτός που παύει τη νόσο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παυσίνοσος: (ῐ) прекращающий болезнь (ἄκεσις Anth.).