παραπύθια: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραπύθια:''' τά, κωμική [[λέξη]], [[νόσος]] η οποία εμποδίζει κάποιον από το να ανακηρυχτεί [[νικητής]] στα [[Πύθια]], σε Ανθ. | |lsmtext='''παραπύθια:''' τά, κωμική [[λέξη]], [[νόσος]] η οποία εμποδίζει κάποιον από το να ανακηρυχτεί [[νικητής]] στα [[Πύθια]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραπύθια:''' (ῡ) τά шутл. (по аналогии с [[παρίσθμια]]) противопифийская хворь (мешающая победить в Пифийских играх) Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], τά, Com. word,
A sickness which prevented one from being victor at the Πύθια, AP11.129 (Cereal.) ; cf. παρίσθμια.
German (Pape)
[Seite 496] τά, komisch nach παρίσθμια gebildetes Wort, gleichsam eine Krankheit, durch welche der Sieg in den pythischen Spielen gehindert wird, Cereal. 1 (XI, 129).
Greek (Liddell-Scott)
παραπύθια: τά, κωμικὴ λέξις, νόσος κωλύσασά τινα νὰ ἀναδειχθῇ νικητὴς κατὰ τὰ Πύθια, Ἀνθ. Π. 11. 129· πρβλ. παρίσθμια.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
obstacle ou contretemps qui empêche de remporter la victoire aux jeux pythiques.
Étymologie: παρά, Πύθια.
Greek Monolingual
τά, Μ
ασθένεια η οποία εμπόδιζε κάποιον να αναδειχθεί νικητής κατά τα Πύθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κωμ. λ. πλασμένη από το παρ(α)- + Πύθια, κατά το παρ-ίσθμια «φλεγμονή τών αμυγδαλών»].
Greek Monotonic
παραπύθια: τά, κωμική λέξη, νόσος η οποία εμποδίζει κάποιον από το να ανακηρυχτεί νικητής στα Πύθια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παραπύθια: (ῡ) τά шутл. (по аналогии с παρίσθμια) противопифийская хворь (мешающая победить в Пифийских играх) Anth.