πέσος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πέσος:''' τό, = [[πτῶμα]] II. πληθ. <i>πέσεα</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''πέσος:''' τό, = [[πτῶμα]] II. πληθ. <i>πέσεα</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πέσος:''' εος τό труп, мертвец Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
εος, τό,
A = πτῶμα 11, πέσεα E.Ph.1298 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 603] τό, = πέσημα, πτῶμα, Fall, Eur. Phoen. 1307, im plur., Wucht, Schwere.
Greek (Liddell-Scott)
πέσος: τό, = πτῶμα ΙΙ, πέσεα Εὐρ. Φοίν. 1299.
Greek Monolingual
τὸ, Α
η πτώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ- του αόρ. β' ἔ-πεσ-ον του πίπτω, κατά τα ουδ. σε -ος].
Greek Monotonic
πέσος: τό, = πτῶμα II. πληθ. πέσεα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πέσος: εος τό труп, мертвец Eur.