πηχυαῖος: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πηχυαῖος:''' -α, -ον ([[πῆχυς]]), αυτός που έχει το [[μήκος]] ενός πήχυ, σε Ηρόδ., Πλάτ. | |lsmtext='''πηχυαῖος:''' -α, -ον ([[πῆχυς]]), αυτός που έχει το [[μήκος]] ενός πήχυ, σε Ηρόδ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηχῠαῖος:''' размером в один пехий (локоть) Her., Plat., Polyb., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A a cubit long, IG12.88.8, Hdt.2.48, 78, Hp.Fract.8, Pl.Phd.96e, Plb.6.23.12, etc.; τὸ π. Plot.6.3.21.
German (Pape)
[Seite 612] von der Länge eines πῆχυς, ellenlang; Her. 8, 55; Plat. Phaed. 96 e; Pol. 6, 23, 12; Schol. Il. 3, 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πηχυαῖος: -α, -ον, ἔχων μῆκος ἑνὸς πήχεως, Ἡρόδ. 2. 48, 78, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, Πλάτ. Φαίδων 96Ε κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
long, large, etc. d’une coudée.
Étymologie: πῆχυς.
Greek Monolingual
-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. επιγρ. πηχιαῑος, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ενός πήχυ (α. «άνθρωπος με πηχυαίο ανάστημα» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -αῖος].
Greek Monotonic
πηχυαῖος: -α, -ον (πῆχυς), αυτός που έχει το μήκος ενός πήχυ, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πηχῠαῖος: размером в один пехий (локоть) Her., Plat., Polyb., Sext.