πολυήχητος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυήχητος:''' Δωρ. -άχητος[ᾱ], -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πολυήχητος:''' Δωρ. -άχητος[ᾱ], -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυήχητος:''' дор. [[πολυάχητος]] 2 (ᾱ) многошумный, шумливый ([[κῶμος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. πολυάχ-, ον,
A loud-sounding, E.Alc.918 (anap.).
German (Pape)
[Seite 663] viel od. laut tönend, Schol. Aesch. Prom. 577. S. πολυάχητος.
Greek (Liddell-Scott)
πολυήχητος: Δωρ. πολυάχ-, ον, ὁ μεγάλως ἠχῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 918.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor. πολυάχητος;
très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἠχέω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πολυάχητος, -ον, Α
ο πολυηχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ-ήχητος].
Greek Monotonic
πολυήχητος: Δωρ. -άχητος[ᾱ], -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυήχητος: дор. πολυάχητος 2 (ᾱ) многошумный, шумливый (κῶμος Eur.).