πισσόομαι: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(6) |
(1ba) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πισσόομαι:''' Αττ. πιττ-, Μέσ. ([[πίσσα]]), [[αφαιρώ]] τις [[τρίχες]] με ένα [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''πισσόομαι:''' Αττ. πιττ-, Μέσ. ([[πίσσα]]), [[αφαιρώ]] τις [[τρίχες]] με ένα [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πισσόομαι]], [[πίσσα]]<br />Mid. to [[remove]] the [[hair]] by [[means]] of a [[pitch]]-[[plaster]], Luc. | |||
}} | }} |