πορφυρόστρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πορφῠρόστρωτος:''' -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πορφῠρόστρωτος:''' -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πορφῠρόστρωτος:''' устланный пурпурными тканями или коврами ([[πόρος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A spread with purple cloth, A.Ag. 910.
German (Pape)
[Seite 686] mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert d’un tapis de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, στρώννυμι.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.
β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθό-στρωτος].
Greek Monotonic
πορφῠρόστρωτος: -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πορφῠρόστρωτος: устланный пурпурными тканями или коврами (πόρος Aesch.).