ποττῶ: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποττῶ:''' ποτ-τῷ, ποτ-[[τόν]], ποτ-[[τώς]], ποτ-τάν, Δωρ. αντί <i>πρὸς τῶ</i>, <i>πρὸς τῷ</i> κ.λπ.
|lsmtext='''ποττῶ:''' ποτ-τῷ, ποτ-[[τόν]], ποτ-[[τώς]], ποτ-τάν, Δωρ. αντί <i>πρὸς τῶ</i>, <i>πρὸς τῷ</i> κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποττῶ:''' Theocr. = [[ποτὶ]] τοῦ.
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 690] ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, richtiger getrennt geschrieben, πὸτ τῶ u. s. w., dorisch statt πρὸς τοῦ, τῷ, τόν, τούς, τήν, s. oben πότ.

Greek (Liddell-Scott)

ποττῶ: ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, κτλ., ἰδὲ ἐν λ. ποτί.

French (Bailly abrégé)

v. ποτί.

Greek Monotonic

ποττῶ: ποτ-τῷ, ποτ-τόν, ποτ-τώς, ποτ-τάν, Δωρ. αντί πρὸς τῶ, πρὸς τῷ κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ποττῶ: Theocr. = ποτὶ τοῦ.