πολύκρουνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκρουνος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολύκρουνος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκρουνος:''' многострунный: [[ὕδωρ]] πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκρουνος Medium diacritics: πολύκρουνος Low diacritics: πολύκρουνος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: polýkrounos Transliteration B: polykrounos Transliteration C: polykrounos Beta Code: polu/krounos

English (LSJ)

ον,

   A with many springs, στόματα fountains many-gushing, AP9.669.4 (Marian.); with many mouths, φιάλαι Aristid.Or.17(15).22.

German (Pape)

[Seite 665] vielquellig, στόματα, viele Mündungen von Brunnenröhren, Marian. 3 (IX, 669).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρουνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κρουνούς, στόματα π., πηγαὶ πολλαχόθεν ἀναβλύζουσαι, Ἀνθ. Π. 9. 669.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a de nombreuses sources;
2 par où l’eau s’échappe comme de nombreuses sources.
Étymologie: πολύς, κρουνός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή πολλά στόμια (α. «πολύκρουνος κρήνη» β. «πολύκρουνος φιάλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρουνός «πηγή» (πρβλ. δωδεκά-κρουνος)].

Greek Monotonic

πολύκρουνος: -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκρουνος: многострунный: ὕδωρ πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.