προκέλευθος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκέλευθος:''' -ον, [[πρόδρομος]], <i>τινος</i>, σε Μόσχ.
|lsmtext='''προκέλευθος:''' -ον, [[πρόδρομος]], <i>τινος</i>, σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''προκέλευθος:''' идущий впереди, предводительствующий (τινος Anth.).
}}
}}

Revision as of 02:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκέλευθος Medium diacritics: προκέλευθος Low diacritics: προκέλευθος Capitals: ΠΡΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: prokéleuthos Transliteration B: prokeleuthos Transliteration C: prokelefthos Beta Code: proke/leuqos

English (LSJ)

ον,

   A conducting, ἡμέρα dub.l. in Stratt. 36; ἐμεῖο Mosch.2.151; χρεμέτισμα γάμου π. AP5.244 (Maced.); λαμπάδες Epigr.Gr.418.7 (Cyrene): abs., of persons, Nonn.D.11.419.

German (Pape)

[Seite 730] vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.

Greek (Liddell-Scott)

προκέλευθος: -ον, προηγούμενος, πρόδρομος, προάγγελος, τινος Μόσχ. 2. 147· χρεμέτισμα γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. ἡμέρα Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui précède, précurseur.
Étymologie: πρό, κέλευθος.

Greek Monotonic

προκέλευθος: -ον, πρόδρομος, τινος, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

προκέλευθος: идущий впереди, предводительствующий (τινος Anth.).