πολύϊππος: Difference between revisions
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύϊππος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πολύϊππος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύϊππος:''' обладающий множеством коней (Μέντορος [[υἱός]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A rich in horses, Il.13.171, D.P.308, Tryph.171.
German (Pape)
[Seite 663] viele Pferde habend; Il. 13, 171; Schol. Aesch. Pers. 799.
Greek (Liddell-Scott)
πολύϊππος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἵππους, Ἰλ. Ν. 171, Διον. Π. 308.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux chevaux nombreux.
Étymologie: πολύς, ἵππος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].
Greek Monotonic
πολύϊππος: -ον, πλούσιος σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πολύϊππος: обладающий множеством коней (Μέντορος υἱός Hom.).