προσαφαιρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6)
 
(1b)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσαφαιρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[αφαιρώ]] [[επιπλέον]], σε Δημ.
|lsmtext='''προσαφαιρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[αφαιρώ]] [[επιπλέον]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />to [[take]] [[away]] [[besides]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 00:25, 10 January 2019

Greek Monotonic

προσαφαιρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αφαιρώ επιπλέον, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
to take away besides, Dem.