προσμυθολογέω: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσμῡθολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] ή [[φλυαρώ]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''προσμῡθολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] ή [[φλυαρώ]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσμῡθολογέω:''' беседовать, болтать (τινι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A talk or prattle with one, τινι Luc.Sat.7.
German (Pape)
[Seite 773] mit Einem reden, schwatzen, τινί, Luc. Sat. 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσμῡθολογέω: προσομιλῶ μυθολογῶν, τινι Λουκ. Κρον. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’entretenir avec, τινι.
Étymologie: πρός, μυθολογέω.
Greek Monotonic
προσμῡθολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ή φλυαρώ με κάποιον, τινί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσμῡθολογέω: беседовать, болтать (τινι Luc.).