προσοικειόω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοικειόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[απονέμω]] [[κάτι]] σε κάποιον ως δικό του, <i>τί τινι</i>, σε Στράβ.· <i>προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ</i>, συσχέτιζε τον εαυτό του με τον Ηρακλή, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσοικειόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[απονέμω]] [[κάτι]] σε κάποιον ως δικό του, <i>τί τινι</i>, σε Στράβ.· <i>προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ</i>, συσχέτιζε τον εαυτό του με τον Ηρακλή, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσοικειόω [πρός, οἶκος] zich verbinden met.
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοικειόω Medium diacritics: προσοικειόω Low diacritics: προσοικειόω Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΕΙΟΩ
Transliteration A: prosoikeióō Transliteration B: prosoikeioō Transliteration C: prosoikeioo Beta Code: prosoikeio/w

English (LSJ)

   A assign to, Ἔφορος Κιμμερίοις προσοικειῶν τόπον Str.5.4.5.    2 associate with, προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ . . Plu.Ant.60.    3 adapt, Asp. in EN26.11.    II Pass., οἱ προσῳκειωμένοι near relations, D.S.3.9.    2 = οἰκειόω 11.1 b, Phld.D.3.2; πρὸς τὴν ἡδονήν Gal.4.819.    3 Astrol., to be associated in domicile with, Κρόνος -ωθεὶς τῇ Σελήνῃ Vett. Val.101.33.

German (Pape)

[Seite 774] verwandt, vertraut machen, med. sich Einen zum Freunde oder Vertrauten machen; οἱ προσῳκειωμένοι, die nächsten Anverwandten, D. Sic. u. a. Sp.; Plut. sagt Anton. 60 προσῳκείου δὲ ἑαυτὸν Ἡρακλεῖ κατὰ γένος καὶ Διονύσῳ κατὰ τὸν τοῦ βίου ζῆλον. – Uebh. sich Etwas zueignen, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσοικειόω: ἀπονέμω τι εἴς τινα ὡς οἰκεῖον αὐτῷ, τινί τι Στράβ. 244· - προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, παρίστανεν ἑαυτὸν οἰκεῖον πρός..., Πλουτ. Ἀντών. 60. ΙΙ. Παθ., οἰκειοῦμαι πρός τινα, τινι Κλήμ. Ἀλ. 488· οἱ προσῳκειωμένοι, οἱ πλησίον συγγενεῖς, Διόδ. 3. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apparenter : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: πρός, οἰκειόω.

Greek Monotonic

προσοικειόω: μέλ. -ώσω, απονέμω κάτι σε κάποιον ως δικό του, τί τινι, σε Στράβ.· προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, συσχέτιζε τον εαυτό του με τον Ηρακλή, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσοικειόω [πρός, οἶκος] zich verbinden met.