προμίγνυμι: Difference between revisions
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προμίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] από [[πριν]] — Παθ., <i>παλλακίδι προμῐγῆναι</i> (απαρ. αορ. βʹ), [[συνευρίσκομαι]] μαζί της από [[πριν]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''προμίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] από [[πριν]] — Παθ., <i>παλλακίδι προμῐγῆναι</i> (απαρ. αορ. βʹ), [[συνευρίσκομαι]] μαζί της από [[πριν]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προμίγνῡμι:''' ранее смешивать: προμῐγῆναί τινι Hom. вступить в связь с кем-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. προμείγνυμι.
German (Pape)
[Seite 734] (s. μίγνυμι), vor od. vorher vermischen, παλλακίδι προμιγῆναι, vorher mit dem Kebsweibe Gemeinschaft pflegen, Iliad. 9, 452.
Greek (Liddell-Scott)
προμίγνῡμι: μιγνύω ἐκ τῶν προτέρων· ― Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι, «μιγῆναι. συνελθεῖν» (Εὐστ.), Ἰλ. Ι. 452.
French (Bailly abrégé)
ao.2 inf. Pass. προμιγῆναι;
mêler auparavant ; Pass. s’unir auparavant avec, τινι.
Étymologie: πρό, μίγνυμι.
Greek Monolingual
Α [[μ(ε)ίγνυμι]]
1. αναμιγνύομαι προηγουμένως
2. μτφ. συνουσιάζομαι προηγουμένως.
Greek Monotonic
προμίγνῡμι: μέλ. -μίξω, αναμειγνύω από πριν — Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι (απαρ. αορ. βʹ), συνευρίσκομαι μαζί της από πριν, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
προμίγνῡμι: ранее смешивать: προμῐγῆναί τινι Hom. вступить в связь с кем-л.