προοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτίζω]] από [[πριν]], [[οικοδομώ]] εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.
|lsmtext='''προοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτίζω]] από [[πριν]], [[οικοδομώ]] εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προοικοδομέω:''' заранее или спереди строить, устраивать (ἡ προῳκοδομημένη [[πηγή]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 02:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοικοδομέω Medium diacritics: προοικοδομέω Low diacritics: προοικοδομέω Capitals: ΠΡΟΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: prooikodoméō Transliteration B: prooikodomeō Transliteration C: prooikodomeo Beta Code: prooikodome/w

English (LSJ)

   A build in front, πρὸ τῶν πύργων τριγώνους Ph.Bel. 84.13:—Pass., dub.in Luc.Alex.14.

German (Pape)

[Seite 737] vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῦ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.

Greek (Liddell-Scott)

προοικοδομέω: οἰκοδομῶ πρότερον, Φίλων Βελοπ. 84. ― Παθ., Λουκ. Ἀλέξ. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 bâtir auparavant;
2 bâtir devant, gén..
Étymologie: πρό, οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

προοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω από πριν, οικοδομώ εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προοικοδομέω: заранее или спереди строить, устраивать (ἡ προῳκοδομημένη πηγή Luc.).