σαγηνευτής: Difference between revisions
From LSJ
σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σᾰγηνευτής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ. | |lsmtext='''σᾰγηνευτής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σᾰγηνευτής:''' οῦ ὁ ловящий сетью, т. е. рыбак или зверолов Plut., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= foreg., Plu.2.966f, AP9.370 (Tib.Ill.).
German (Pape)
[Seite 857] ὁ, der Netzfischer; Tib. ill. 2 (IX, 370), Plut. sol. an. 10 M., u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σαγηνευτής: -οῦ, ὁ, = τῶ προηγ., Πλούτ. 2. 966D, Ἀνθ. Π. 9. 370.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. σαγηνεύς.
Étymologie: σαγηνεύω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. σαγηνεύτρια και σαγηνεύτρα Ν σαγηνεύω
νεοελλ.
αυτός που σαγηνεύει, που θέλγει
αρχ.
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
Greek Monotonic
σᾰγηνευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σᾰγηνευτής: οῦ ὁ ловящий сетью, т. е. рыбак или зверолов Plut., Anth.