σιταγωγέω: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑτᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αυτός που μεταφέρει [[σιτηρά]], σε Λουκ. | |lsmtext='''σῑτᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αυτός που μεταφέρει [[σιτηρά]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιταγωγέω [σιταγωγός] graan transporteren. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A convey corn, c. acc. cogn., σ. σιταγωγίαν Luc.Nav. 14: abs., D.C.47.37,49.27:—Med., import corn, IG22.28.18.
German (Pape)
[Seite 884] Getreide führen, fahren, Getreide zuod. herbeiführen, Sp., wie Luc. Nav. 14.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτᾰγωγέω: φέρω σῖτον, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. σιταγωγίαν Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀπολ., Δίων Κ. 47. 37., 49. 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
amener un convoi de blé.
Étymologie: σιταγωγός.
Greek Monotonic
σῑτᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, αυτός που μεταφέρει σιτηρά, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιταγωγέω [σιταγωγός] graan transporteren.