σιτοδοτέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοδοτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα, προμήθειες, [[τροφοδοτώ]] — Παθ., μου παρέχονται τρόφιμα, [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, τροφοδοτούμαι, σε Θουκ.
|lsmtext='''σῑτοδοτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα, προμήθειες, [[τροφοδοτώ]] — Παθ., μου παρέχονται τρόφιμα, [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, τροφοδοτούμαι, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σῑτοδοτέω [σιτοδότης] graan verstrekken, provianderen.
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδοτέω Medium diacritics: σιτοδοτέω Low diacritics: σιτοδοτέω Capitals: ΣΙΤΟΔΟΤΕΩ
Transliteration A: sitodotéō Transliteration B: sitodoteō Transliteration C: sitodoteo Beta Code: sitodote/w

English (LSJ)

   A furnish corn, Poll.6.36, Them.Or.23.289b.    II furnish with provisions or victuals, δραπέτας IG5(1).1390.81 (Andania, i B.C.), cf. Them.Or.23.292d:—Pass., to be provisioned, victualled, Th.4.39, PCair.Zen.620.14 (iii B.C.); esp. at Rome, of the recipients of the corn-dole, ὁσιτοδοτούμενος ὄχλος or δῆμος, D.C.43.21, 55.10.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide geben, mit Getreide versehen, Poll. 6, 36, ἐσιτοδοτοῦντο, Thuc. 4, 39; σιτοδοτούμενοι = σῖτον ἀπομετρούμενοι, B. A. 302; vgl. σιτομετρέω.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδοτέω: παρέχω σῖτον ἢ ζωοτροφίας, ὡς τὸ σιτομετρέω, Πολυδ. Ϛ΄, 36. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ σῖτον ἢ μὲ τροφάς, τινας Θεμίστ. 292D. ― Παθ., λαμβάνω τροφάς, ζωοτροφίας, Θουκ. 4. 39· μάλιστα ἐν Ρώμῃ, ὁ σιτοδοτούμενος ὄχλοςδῆμος Δίων Κ. 43. 21., 55. 10· πρβλ. σιτηρέσιον, σιτοδοσία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer du blé à, acc. ; Pass. recevoir une distribution de blé.
Étymologie: σιτοδότης.

Greek Monotonic

σῑτοδοτέω: μέλ. -ήσω, εφοδιάζω με τρόφιμα, προμήθειες, τροφοδοτώ — Παθ., μου παρέχονται τρόφιμα, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι, τροφοδοτούμαι, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῑτοδοτέω [σιτοδότης] graan verstrekken, provianderen.