σοφίστρια: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σοφίστρια:''' ἡ, θηλ. του [[σοφιστής]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σοφίστρια:''' ἡ, θηλ. του [[σοφιστής]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σοφίστρια:''' ἡ софистка Plat.
}}
}}

Revision as of 12:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοφίστρια Medium diacritics: σοφίστρια Low diacritics: σοφίστρια Capitals: ΣΟΦΙΣΤΡΙΑ
Transliteration A: sophístria Transliteration B: sophistria Transliteration C: sofistria Beta Code: sofi/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of σοφιστής, coined by Pl.Euthd.297c.

German (Pape)

[Seite 915] ἡ, fem. zu σοφιστής; Plat. Euthyd. 297 c; Suid. v. Ἀσπασία.

Greek (Liddell-Scott)

σοφίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ σοφιστής, πιθαν. χαλκευθὲν ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Εὐθυδ. 297D.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σοφιστής.

Greek Monotonic

σοφίστρια: ἡ, θηλ. του σοφιστής, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σοφίστρια: ἡ софистка Plat.