στειλειή: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6)
(4)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στειλειή:''' ἡ, [[τρύπα]] που γίνεται για να περαστεί η [[λαβή]], το [[στειλιάρι]] ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''στειλειή:''' ἡ, [[τρύπα]] που γίνεται για να περαστεί η [[λαβή]], το [[στειλιάρι]] ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''στειλειή:''' ἡ отверстие в топоре (для топорища) Hom.
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

στειλειή: ἡ, Ἰων. λέξις δηλοῦσα τὴν ὀπὴν τοῦ πελέκεως, εἰς ἣν εἰσέρχεται τὸ ξύλον, τὸ στειλεὸν («στειλιάρι»), Ὀδ. Φ. 422, Νικ. Θηρ. 387· στελεὴ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 957· Ἀττ. στειλεὰ (ἑτέρα γραφ. στειλέα παρ’ Ἡσυχ.), παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 4, ἴδε Αἰν. Τακτ. 18.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ion. et épq.
trou où s’adapte le manche d’une cognée.
Étymologie: DELG v. στελεά.

English (Autenrieth)

(στέλλω): hole in an axhead for the helve, Od. 21.422†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στελεά.

Greek Monotonic

στειλειή: ἡ, τρύπα που γίνεται για να περαστεί η λαβή, το στειλιάρι ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

στειλειή: ἡ отверстие в топоре (для топорища) Hom.