συμπαραινέω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπαραινέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[συμβουλεύω]], [[συνιστώ]] από κοινού, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.· [[επιδοκιμάζω]] από κοινού, <i>τι</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''συμπαραινέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[συμβουλεύω]], [[συνιστώ]] από κοινού, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.· [[επιδοκιμάζω]] από κοινού, <i>τι</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-παραινέω, Att. ξυμπαραινέω mede aanraden of adviseren, met dat. (aan) iem.; met inf.. Aristoph. Av. 852. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A join in recommending, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ar.Ra. 687; καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι S.Fr.576. 2 join in approving, Ar.Av.852 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 984] (s. αἰνέω), mit, zusammen ermahnen; Soph. frg. 14; χρηστὰ τῇ πόλει ξυμπαραινεῖν, Ar. Ran. 685; Av. 852.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραινέω: μέλλ. -έσω, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου παραινῶ, συμβουλεύω, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 687· καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι Σοφ. Ἀποσπ. 14. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἐπιδοκιάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 852.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 conseiller en même temps;
2 approuver en même temps.
Étymologie: σύν, παραινέω.
Greek Monotonic
συμπαραινέω: μέλ. -έσω, συμβουλεύω, συνιστώ από κοινού, τί τινι, σε Αριστοφ.· επιδοκιμάζω από κοινού, τι, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παραινέω, Att. ξυμπαραινέω mede aanraden of adviseren, met dat. (aan) iem.; met inf.. Aristoph. Av. 852.