συμπολιορκέω: Difference between revisions
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπολιορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμετέχω]] σε [[πολιορκία]], [[πολιορκώ]] από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''συμπολιορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμετέχω]] σε [[πολιορκία]], [[πολιορκώ]] από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπολιορκέω:''' совместно вести осаду, вместе осаждать Her., Thuc., Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A join in besieging, besiege jointly, Hdt.1.161, IG12.108.40 (prob.), Th.8.15, D.23.131, IG22.666.14, etc. :—Pass., Th.3.20,68, Plb.2.7.8.
German (Pape)
[Seite 989] mit od. zugleich belagern; Her. 1, 161; Thuc. 3, 20. 8, 15; χωρία, Dem. 23, 131.
Greek (Liddell-Scott)
συμπολιορκέω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
assiéger ensemble.
Étymologie: σύν, πολιορκέω.
Greek Monotonic
συμπολιορκέω: μέλ. -ήσω, συμμετέχω σε πολιορκία, πολιορκώ από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συμπολιορκέω: совместно вести осаду, вместе осаждать Her., Thuc., Dem.