σωματοφυλάκιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωμᾰτοφυλάκιον:''' τό ([[φυλακή]]), [[τόπος]] όπου φυλάσσεται νεκρό [[σώμα]] ανθρώπου, [[τάφος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''σωμᾰτοφυλάκιον:''' τό ([[φυλακή]]), [[τόπος]] όπου φυλάσσεται νεκρό [[σώμα]] ανθρώπου, [[τάφος]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σωμᾰτοφῠλάκιον -ου, τό [σωματοφύλαξ] lijkenbergplaats, graf.
}}
}}

Revision as of 11:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοφῠλᾰκιον Medium diacritics: σωματοφυλάκιον Low diacritics: σωματοφυλάκιον Capitals: ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΙΟΝ
Transliteration A: sōmatophylákion Transliteration B: sōmatophylakion Transliteration C: somatofylakion Beta Code: swmatofula/kion

English (LSJ)

τό,

   A place where a body is guarded or kept, sepulchre, Luc. Cont.22.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, Ort, wo der Leib bewahrt, bewacht wird, Gruft, Luc. Cont. 22.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφῠλάκιον: τό, τόπος ἔνθα φυλάσσεται νεκρὸν σῶμα, τάφος, ἐκεῖνα πάντα νεκροδοχεῖα καὶ σωματοφυλάκιά εἰσι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l’on garde un corps, caveau funéraire.
Étymologie: σῶμα, φυλακή.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. τάφος
2. σαρκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φυλάκιον (< φύλαξ, -ακος)].

Greek Monotonic

σωμᾰτοφυλάκιον: τό (φυλακή), τόπος όπου φυλάσσεται νεκρό σώμα ανθρώπου, τάφος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωμᾰτοφῠλάκιον -ου, τό [σωματοφύλαξ] lijkenbergplaats, graf.