σφενδονήτης: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφενδονήτης:''' -ου, ὁ ([[σφενδονάω]]), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει [[σφεντόνα]] ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, [[ικανός]] στις βολές με [[σφεντόνα]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''σφενδονήτης:''' -ου, ὁ ([[σφενδονάω]]), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει [[σφεντόνα]] ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, [[ικανός]] στις βολές με [[σφεντόνα]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφενδονήτης:''' ου ὁ пращник Her., Thuc., Plat.
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφενδονήτης Medium diacritics: σφενδονήτης Low diacritics: σφενδονήτης Capitals: ΣΦΕΝΔΟΝΗΤΗΣ
Transliteration A: sphendonḗtēs Transliteration B: sphendonētēs Transliteration C: sfendonitis Beta Code: sfendonh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A slinger, Hdt.7.158, Th.6.22, Pl.Criti.119b, LXX Jd.20.16: Boeot. σφενδονάτας Ἀρχ.Δελτ. 14 Pl.iv 26 (Thespiae, iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονήτης: -ου, ὁ, ὁ σφενδονῶν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ σφενδονᾶν, ὁ ὡπλισμένος διὰ σφενδόνης, Ἡρόδ. 7. 158, Θουκ. 9. 22, Πλάτ. Κριτί. 119Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
soldat armé d’une fronde, frondeur.
Étymologie: σφενδονάω.

Greek Monolingual

και σφενδονίτης, ο, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σφενδονάτας Α [[σφενδονῶ / σφενδόνη]]
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη
μσν.
(για λίθο) αυτός που ρίχθηκε με σφενδόνη.

Greek Monotonic

σφενδονήτης: -ου, ὁ (σφενδονάω), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει σφεντόνα ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, ικανός στις βολές με σφεντόνα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σφενδονήτης: ου ὁ пращник Her., Thuc., Plat.