συρράσσω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συρράσσω:''' Αττ. -ττω = [[συρρήγνυμι]] II, [[συγκρούομαι]], εμπλέκομαι σε [[μάχη]] με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''συρράσσω:''' Αττ. -ττω = [[συρρήγνυμι]] II, [[συγκρούομαι]], εμπλέκομαι σε [[μάχη]] με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συρράσσω:''' атт. [[συρράττω]] сталкиваться, сшибаться (τινί Thuc., Xen.): σ. εἰς τὴν μάχην Diod. вступать в бой.
}}
}}

Revision as of 13:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρράσσω Medium diacritics: συρράσσω Low diacritics: συρράσσω Capitals: ΣΥΡΡΑΣΣΩ
Transliteration A: syrrássō Transliteration B: syrrassō Transliteration C: syrrasso Beta Code: surra/ssw

English (LSJ)

Att. συρράττω,

   A dash together, fight with, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Th.8.96; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG4.3.19, cf. 7.5.16; σ. εἰς τὴν μάχην D.S.16.4; of ships, Id.20.51; of rivers, meet with a roar, Id.17.97; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη Ph.2.513.

Greek (Liddell-Scott)

συρράσσω: Ἀττ. -ττω, = συρρήγνυμι ΙΙ, (πρβλ. σύρραγμα), συγκρούομαι, μάχομαι πρός τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, αὐτόθι 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, αὐτόθι 17. 97.

French (Bailly abrégé)

en venir aux mains, se heurter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ῥάσσω.

Greek Monolingual

και συρρήσσω και αττ. τ. συρράττω Α
1. συγκρούομαι, συμπλέκομαι με κάποιον
2. (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ῥάσσω / ῥήσσω «χτυπώ»].

Greek Monotonic

συρράσσω: Αττ. -ττω = συρρήγνυμι II, συγκρούομαι, εμπλέκομαι σε μάχη με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συρράσσω: атт. συρράττω сталкиваться, сшибаться (τινί Thuc., Xen.): σ. εἰς τὴν μάχην Diod. вступать в бой.