σωπάω: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σωπάω:''' Δωρ. και ποιητ. αντί [[σιωπάω]]. | |lsmtext='''σωπάω:''' Δωρ. και ποιητ. αντί [[σιωπάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωπάω:''' дор. Pind. = [[σιωπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:28, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. and poet. for σιωπάω, Pi.I.1.63; cf. διασιωπάω.
German (Pape)
[Seite 1060] dor. u. poet. statt σιωπάω, schweigen, τὸ σεσωπαμένον Pind. I. 1, 63.
Greek (Liddell-Scott)
σωπάω: Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ σιωπάω, ὡς τὸ βώσεσθε ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ.
English (Slater)
σωπάω (cf. σιωπά.)
1 pass over in silence ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)
Greek Monotonic
σωπάω: Δωρ. και ποιητ. αντί σιωπάω.
Russian (Dvoretsky)
σωπάω: дор. Pind. = σιωπάω.