τετρήρης: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρήρης:''' (ενν. [[ναῦς]]), <i>ἡ</i>, αυτή που έχει [[τέσσερις]] σειρές [[κουπιά]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''τετρήρης:''' (ενν. [[ναῦς]]), <i>ἡ</i>, αυτή που έχει [[τέσσερις]] σειρές [[κουπιά]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρήρης:''' <b class="num">II</b> ἡ тетрера (судно с четырьмя рядами весел) Arst., Polyb.<br />с четырьмя рядами весел Polyb.
}}
}}

Revision as of 04:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρήρης Medium diacritics: τετρήρης Low diacritics: τετρήρης Capitals: ΤΕΤΡΗΡΗΣ
Transliteration A: tetrḗrēs Transliteration B: tetrērēs Transliteration C: tetriris Beta Code: tetrh/rhs

English (LSJ)

(sc. ναῦς) ἡ,

   A quadrireme, Arist.Fr.600, Plb.1.47.5 (a model of one, Inscr.Délos 1432 Ab ii 55 (ii B.C.)); acc. τετρήρην IG22.1628.49, al.; but -ήρη ib.1629.272, Inscr.Délos l.c., Plb.1.47.7; gen. -ήρου IG22.1629.705; but -ήρους ib.628, al.; also Dor. -ήρευς Supp.Epigr.4.178.10 (Cedreae, ii B.C.):—hence τετρ-ηρικὰ πλοῖα, = τετρήρεις, Plb.2.10.5; and τετρ-ηρῑτικός, IG22.1629.685.

German (Pape)

[Seite 1100] ες, vierruderig, Pol. 1, 47, 5 u. öfter, als subst. ἡ τετρήρης, sc. ναῦς, der Vierruderer, ein Schiff mit vier Reihen von Ruderbänken.

Greek (Liddell-Scott)

τετρήρης: (ἐξυπακ. (ναῦς), ἡ, ἔχουσα τέσσαρας σειρὰς κωπῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 558, Πολύβ. 1. 47, 5· αἰτ. τετρήρην Ἐπιγραφ. Ἀττικ. ἐν τῷ Βöckh’s Seewesen σ. 423, 496· ἀλλὰ -ήρη αὐτόθι 471, Πολύβ. 1. 47, 7· - ἐντεῦθεν τετρηρικὸν πλοῖον = τετρήρης, ὁ αὐτ. 2. 10, 5· καὶ τετρηριτικός, Böckh ὡς ἀνωτ. 487.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
à quatre rangs de rames.
Étymologie: τέτταρες, ἄρω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τετρήρευς, ἡ, Α
πολεμικό πλοίο με τέσσερεις συνεχείς σειρές κουπιών («τούτων ἦσαν τετρήρεις μὲν ἐνενήκοντα, πεντήρεις δὲ δέκα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ήρης (II),' πρβλ. τρι-ήρης.

Greek Monotonic

τετρήρης: (ενν. ναῦς), , αυτή που έχει τέσσερις σειρές κουπιά, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

τετρήρης: II ἡ тетрера (судно с четырьмя рядами весел) Arst., Polyb.
с четырьмя рядами весел Polyb.