Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετραγλώχις: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετραγλώχῑς:''' -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τέσσερις]] γωνίες, [[τετράγωνος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τετραγλώχῑς:''' -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τέσσερις]] γωνίες, [[τετράγωνος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετραγλώχῑς:''' ῑνος adj. четырехконечный, т. е. четырехгранной формы ([[Ἑρμῆς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 04:38, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

τετραγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας γωνίας, τετράγωνος, Ἀνθ. Π. 6. 334.

French (Bailly abrégé)

ινος (ὁ, ἡ)
à quatre pointes ; quadrangulaire.
Étymologie: τέσσαρες, γλωχίς.

Greek Monolingual

-ινος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι-γλώχις].

Greek Monotonic

τετραγλώχῑς: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τέσσερις γωνίες, τετράγωνος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετραγλώχῑς: ῑνος adj. четырехконечный, т. е. четырехгранной формы (Ἑρμῆς Anth.).